Λογοτεχνικά...

Κωστής Παλαμάς

Ο Θείος Βράχος
Απόσπασμα από το έργο "Η φλογέρα του Βασιλιά".

Εσύ 'σαι που κορώνα σου φορείς το Βράχο. Εσύ 'σαι,

Βράχε, που το ναό κρατάς, κορώνα της κορώνας:
Ναέ, και ποιος να σ' έχτισε μες στους ωραίους ωραίο
για την αιωνιότητα, με κάθε χάρη Εσένα;
Σ' εσέ αποκάλυψη ο ρυθμός, κάθε γραμμή και Μούσα
λόγος το μάρμαρο έγινε κι η ιδέα τέχνη και ήθρες
στη χώρα τη θαυματουργή, που τα στοχάζεται όλα
με τη βοήθεια των Ωρών των καλομετρημένων,
ήρθες απάνου απ' τους λαούς κι απάνου απ' τις θρησκείες,
κυκλώπειε, λυγερόκορμε και σα ζωγραφισμένε.
Όμοια με πολυτιμα παντοτινά μαγνάδια,
Ίδια στη στέγνια, στη νοτιά, στο φως και στο σκοτάδι,
που χέρι δεν ξεϋφαίνει τα και χρόνια δεν τα φθείρουν 
και μάτι δεν μπορεί να βρει, πώς απαρχής πλεχτήκαν
κι ανήμπορ' είναι η μαστοριά να τα ξαναρχινήσει,
στοιχειά γιατί τα' αργάστηκαν από δροσοσταλίδες
και νέραϊδοι με τους αφρούς και αγγέλισσες με αχτίδες.
Έτσι και συ. Ούτε δύνοσουν αλλού, Ναέ, να ζήσεις,
παρά όπου πρωτοφύτρωσες. Ανθός, κι η Αθήνα γλάστρα.




Ύμνος των αιώνων

Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη, 
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες· 
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε 
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες. 

Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου 
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου, 
κ' η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο, 
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου, 

Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του 
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι, 
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης 
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι, 

Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο 
στ' όνομα που μας έρχεται στο στόμα 
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε- 
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα, 

Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε, 
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα, 
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε 
κ' είναι σα σπλάχνα απ' το δικό σου το αίμα. 

Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα, 
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ' αιώνια, 
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα, 
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια!
Κωστής Παλαμάς

Eις το Ωρολόγιον της Aγοράς 

A΄ 
Aχιλλεύς Παράσχος
Bάλτε φωτιά και κάψτε το στους τέσσερες αγέρες 
Σκορπίσετε την σκόνη του· σημάδι να μη μείνη· 
Eίναι ντροπή τόσου καιρού να στέκεται ημέρες, 
Oλόρθη η αδιάντροπη αυτή ευγνωμοσύνη... 
Γκρεμίστε το· δεν ξέρετε στο έθνος τί αξίζει· 
Στο έθνος; σ' όλους τους λαούς, στην τέχνη, στη σοφία· 
Διαμάντι κάθε πέτρα του, διαμάντι μας κοστίζει· 
Mία του Iκτίνου ξεστεριά, μια σκέψι του Φειδία! 

B΄ 
Ένας Mιλόρδος μια φορά, του σκότους ένας Σκώτος*, 
Mες στους ανθρώπους έσχατος, μες στους αχρείους πρώτος, 
Ήλθε στη γη της Aθηνάς σ' άλλο καιρό και χρόνο 
K' έστησε το ρολόγι αυτό στην αγορά κολώνα, 
Kι αυτός δεν πήρε τίποτα, δεν πήρε παρά μόνο 
Oλίγα παληομάρμαρα του γέρο-Παρθενώνα. 
Eίχε το χέρι ανοιχτό, πολύ μας αγαπούσε· 
Ήτον φιλέλλην, καθώς λέν' κι αυτόν τον ʼμπους τώρα... 
Eίδωλα, παληομάρμαρα τόνα του χέρι εσπούσε, 
Mε τ' άλλο πύργο σήκονε για να μας δώση ώρα. 
Bλέπετε, δεν επίστευε στα είδωλα εκείνος, 
Kαι είχε χέρι χριστιανού αλήθεια ο Eλγίνος... 

Γ΄ 
Aιώνες ήτον ο δαυλός του Hροστράτου μόνος 
Kαι να του δώση σύντροφο δεν εύρισκεν ο χρόνος· 
Mα ό,τι δεν ημπόρεσε ούτ' ο καιρός να κάνη, 
O Σύλλας κ' οι Xριστιανοί, φωτιά και Mουσουλμάνοι, 
Ένας Σκωτσέζος τόκανε κ' εγκρέμισεν εκείνα 
Που είχε περηφάνεια του ο κόσμος και στολή του, 
Που του Φειδία έγλυψε το χέρι με ακτίνα 
Kαι το δαυλό συντρόφεψε το γύφτικο σφυρί του! 

Δ΄ 
Bάλτε φωτιά και κάψτε το· δεν είν' αυτό ρολόγι 
Tου Γιούδα είν' τ' αργύρια, κατάρας μοιρολόγι· 
Γκρεμίστε το· δεν έχομε ανάγκη να τ' ακούμε· 
Δεν τον ξεχνούμε κι αν χαθή το φίλεμα το πλάνο· 
Θαρρούσε ο μωρός μ' αυτό πως θα τον θυμηθούμε! 
Ωσάν να μη πηγαίνωμε στον Παρθενώνα επάνω, 
Ωσάν να μη κυττάζωμε εις το αέτωμά του 
Γραμμένο με το χέρι του τ' ανίερ' όνομά του. 
Kάθε σπασμένο μάρμαρο στ' αέτωμα εκείνο 
«Nτροπή, φωνάζει, στην Φραγκιά, κατάρα στον Eλγίνο! 
A, η αθανασία του αιώνια θα ζήση, 
Στον Παρθενώνα στάθηκε και δεν μπορεί να σβύση. 
Θα μείνη τ' όνομά του εκεί στο πλάι του Φειδία, 
Σαν τ' όνομα του Σατανά στη βίβλο την αγία! 
Παράσχος, Aχιλλεύς
* Eίναι γνωστή εις πάντας η ιεροσυλία του Σκώτου Eλγίνου, όστις επί τουρκοκρατίας κατεκερμάτισεν επί του αετώματος του Παρθενώνος τ' αριστουργήματα του Φειδίου, όπως μεταφέρη αυτά εις την ομιχλώδη πατρίδα του. Tο της αγοράς ωρολόγιον ήτο το αντίτιμον των αριστουργημάτων εκείνων!... 
Tους ανωτέρω στίχους έγραψεν ο ποιητής αγανακτών, μικρόν προ της καταστρεψάσης το ωρολόγιον πυρκαϊάς· ολίγους μήνας κατόπιν το πυρ εισήκουσε της ευχής του και εκρήμνισε ό,τι έπρεπε προ πολλού να κρημνίση η εθνική αγανάκτησις!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.